Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Γκαµπριέλε Ντ’ Ανούντσιο (Gabriele D’Annunzio)



Γκαµπριέλε Ντ’ Ανούντσιο (Gabriele D’Annunzio) (1863-1938) 

Ο ποιητής-προφήτης της ιταλικής λογοτεχνίας κι ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες στον κόσµο. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων με ισχυρή πολιτική επιρροή και σπούδασε στο καλύτερο κολέγιο της Τοσκάνης. Το 1879, σε ηλικία μόλις 16 ετών, δημοσίευσε μια μικρή ποιητική συλλογή (Primo vere), με έντονες επιδράσεις από τον διάσημο Ιταλό ποιητή Τζοζουέ Καρντούτσι. Το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της πόλης (χωρίς ωστόσο να αποφοιτήσει), όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της λογοτεχνικής και κοσμικής ζωής της ιταλικής πρωτεύουσας. Τα χρόνια της παραμονής του στη Ρώμη υπήρξαν καθοριστικά για τη μελλοντική πορεία του, γιατί του επέτρεψαν να συνειδητοποιήσει τις κλίσεις του. Οι έρωτες, οι μονομαχίες, οι δίκες, τα χρέη ήταν οι πρώτες μορφές με τις οποίες ο Ν. εκδήλωσε το ωραιοπαθές ιδεώδες της «απαράμιλλης ζωής» του ποιητή, ως προνομιούχου ανθρώπου, ο οποίος οικοδομούσε τη ζωή του σύμφωνα με δικούς του ανθρώπινους και ηθικούς νόμους. Παράλληλα, στα κείμενά του εκείνης της εποχής αντανακλώνται οι επιρροές των Γάλλων συμβολιστών, ο αισθησιασμός και ο εκλεκτικισμός του. 


Τα χαρακτηριστικά αυτά της προσωπικότητάς του και της τέχνης του γίνονταν εντονότερα με το πέρασμα των χρόνων, υπό την επιρροή μάλιστα των ιδεών του Νίτσε, και ιδιαίτερα της θεωρίας του υπερανθρώπου, όπως την προσλάμβανε ο Ντ’ Ανούντσιο. Μετά τα έργα Ιωάννης Επίσκοπος (1891) και Ο Αθώος (1892), τα οποία χαρακτηρίζονταν από την εξιδανίκευση της αγνότητας και της καλοσύνης, ακολούθησαν Ο θρίαμβος του θανάτου (1894), Οι παρθένες των βράχων (1896), Η φωτιά (1900), διαφορετικές εκφράσεις των ακατόρθωτων επιδιώξεων του υπερανθρώπου, στην πολιτική, στην τέχνη, στην ηθική. Στις τραγωδίες του (Η νεκρή πόλη, 1898· Η Τζοκόντα, 1898· Η δόξα, 1899· Φραντσέσκα Ντα Ρίμινι, 1902), υπό το φως του μεγαλείου, του εθνικισμού, της ηρωικής ηθικής, διαφαίνονται οι επιρροές από το αρχαίο ελληνικό θέατρο και τις νεότερες συμβολιστικές και βαγκνερικές εμπειρίες. Ανάμεσα στα καλύτερα έργα του συγκαταλέγεται το δράμα Η κόρη του Γιόριο (1904), όπου περιγράφει, με γρήγορη διαδοχή γεγονότων αλλά και με μια τάση μυθοποίησης, τα βίαια πάθη και τα απλά αισθήματα του ποιμενικού κόσμου της περιοχής Αμπρούτσο, της γενέτειράς του. Στα ποιήματά του, Το παραδείσιο ποίημα (1893), σε συμβολιστικούς και σκοτεινούς τόνους, Αλκυόνη (1902), Μάια (1903), Ηλέκτρα (1904), Μερόπη (1912), τα οποία αποτέλεσαν τη συλλογή Εγκώμια του ουρανού, της θάλασσας, της γης και των ηρώων, απογειώθηκε η ικανότητα του Ντ’ Ανούντσιο σε ό,τι αφορά την επεξεργασία της μορφής και τη χρήση της γλώσσας. Τα Εγκώμια γράφτηκαν εν μέρει στη Νάπολη και εν μέρει στην έπαυλη Λα Καποντσίνα στο Σεντινιάνο, κοντά στη Φλωρεντία, όπου ο ποιητής έζησε πολλά χρόνια με την ηθοποιό Ελεονόρα Ντούζε, την οποία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το 1910, όταν αναγκάστηκε να διαφύγει στη Γαλλία, κυνηγημένος από τους πιστωτές του. 


Εκεί έγραψε, στα γαλλικά, τα θεατρικά έργα Το Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού (1911), Η Πιζανέλα ή ο αρωματισμένος θάνατος (1912), Παριζίνα (1913), τα οποία παρουσιάστηκαν στη σκηνή με μουσική του Κλοντ Ντεμπισί το πρώτο και των Ιλντεμπράντο Πιτσέτι και Πιέτρο Μασκάνι τα άλλα δύο. Το 1914 δέχτηκε να γράψει τους διαλόγους για την ταινία Καμπίρια του Τζοβάνι Παστρόνε. Τα άλλα έργα του, εκείνης της περιόδου, η Ενατένιση του θανάτου (1913) και το Η Λήδα χωρίς κύκνο (1916), χαρακτηρίζονται από λυρισμό και μελαγχολία. 
Ο Ντ’ Ανούντσιο επέστρεψε στην Ιταλία με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τέθηκε επικεφαλής των οπαδών της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο, θέση που υποστήριξε μαχητικά με έντονη αρθρογραφία, δημόσιες ομιλίες, ακόμη και με τα ποιήματά του. 


Στη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε στο ναυτικό και στην αεροπορία και επιδόθηκε σε τολμηρά εγχειρήματα, όπως η πτήση πάνω από τη Βιέννη τον Αύγουστο του 1918 και η ναυτική επιχείρηση του Μπούκαρι. Η πολιτική δράση του μετά τον πόλεμο καθοδηγήθηκε από τη φασιστική ιδεολογία και κορυφώθηκε με την υπόθεση του Φιούμε (Σεπτέμβριος 1919 – Ιανουάριος 1920), την κατάληψη του λιμανιού της Αδριατικής (σημερινή Ριέκα της Κροατίας) και την ίδρυση προσωπικής δικτατορίας η οποία διήρκεσε δεκαπέντε μήνες, έως ότου διαλύθηκε με την επέμβαση του ιταλικού στρατού. Υποστήριζε φανατικά και δημόσια τον Μουσολίνι και το καθεστώς του. Λόγω της γενικότερης προσφοράς του, του απονεμήθηκαν οι τίτλοι του Πρίγκιπα του Μοντενεβόζο και του Προέδρου της Ιταλικής Ακαδημίας (1937). 

Υπόθεση Φιούμε 


Ο Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο ομιλεί στο Φιούμε

«Θέλετε να φύγω;»... «Οοοοχι!»... «Θέλετε να μείνω;»... «Ναιιιι!»... Αυτός ο διάλογος μεταξύ πλήθους και Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο έλαβε χώρα τη 15η Δεκεμβρίου 1919. Ο φλογερός, ποιητής, εθνικιστής και ήρωας πολέμου των Ιταλών, μιλώντας από το μπαλκόνι του μεγάρου του σε αυτό το «ζωντανό» δημοψήφισμα για την τύχη του Φιούμε «έβγαζε τη γλώσσα» στη νομιμότητα της Ρώμης που είχε συμβιβαστεί με την απόφαση της (μυστικής) Συνθήκης του Λονδίνου του 1915, σύμφωνα με την οποία η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία είχαν συμφωνήσει με την Ιταλία ότι το -εθνολογικώς ιταλικό- λιμάνι του Φιούμε στην Αδριατική όφειλε να παραμείνει στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Ο Ντ' Ανούντσιο γνώριζε πώς να δημιουργεί σχέση πάθους με το κοινό του. 


Ο Comandante D’Annunzio με τους βερσαλιέρους του στο Φιούμε.

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιταλοί απογοητεύτηκαν, αφού τα εδάφη που τους ανήκαν δεν τους αποδόθηκαν και η μεταπολεμική ανέχεια και οι κακουχίες είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα. Ο ποιητής, λοιπόν, δεν θα συνθηκολογούσε. Το Φιούμε έπρεπε πάση θυσία να γίνει ιταλικό -έστω και αν εκείνος χρειαζόταν να καταλάβει το λιμάνι, να γίνει δικτάτορας και να κηρύξει ακόμη και πόλεμο στη «συμβιβασμένη Ιταλία» την 1η Δεκεμβρίου 1920.

Μετά την κήρυξη πολέμου στη Ρώμη, οι Ιταλοί έστειλαν δυνάμεις και απέκλεισαν το λιμάνι. Τη νύχτα των Χριστουγέννων σημειώθηκαν συγκρούσεις, αντηλλάγησαν πυρά. Το μέγαρο όπου γιόρταζε με τους φίλους του ο δικτάτορας βομβαρδίστηκε. Ένα βλήμα χτύπησε το κτίριο. Κάπως έτσι ήρθε το άδοξο τέλος στο όνειρο της προσάρτησης του Φιούμε. Ο Ντ' Ανούντσιο δεν μπόρεσε να χτίσει τη Μεγάλη Ιταλία των ένδοξων Ρωμαίων προγόνων του που τόσο λάτρευε. Το έργο του όμως θα το ολοκλήρωνε ο θαυμαστής του Μπενίτο Μουσολίνι. 


Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο και Μπενίτο Μουσολίνι

Τον Μάιο του 1922, 20.000 Φασίστες καταλαμβάνουν την Μπολόνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο. Ο Μουσολίνι αποφασίζει τη Μεγάλη Πορεία προς τη Ρώμη, που θα οδηγούσε στην κατάληψη της εξουσίας. Στο «τελεσίγραφο» προς την κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσαν την παραίτησή της, παίρνουν αρνητική απάντηση. Τελικά η Μεγάλη Πορεία πραγματοποιείται δύο μήνες μετά: στις 28 Οκτωβρίου. Ο Μουσολίνι μπαίνει στις 30/10 στη Ρώμη θριαμβευτής, σαν ρωμαίος αυτοκράτορας, σχηματίζοντας κυβέρνηση την επομένη ημέρα. Έναν μήνα αργότερα εξασφαλίζει (προσωρινές) δικτατορικές εξουσίες. Και δύο χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1924, κάνει το όνειρο του Ντ' Ανούντσιο πραγματικότητα: υπογράφει συνθήκη στη Ρώμη, βάσει της οποίας το Φιούμε γίνεται ιταλικό...

Στην Ελληνική γλώσσα κυκλοφορεί το βιβλίο του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, ''Η ηδονή'' από τις εκδόσεις Printa.