Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Φάουστ

Ολόκληρος ο «Φάουστ» στα ελληνικά

Δώδεκα χιλιάδες εκατόν έντεκα στίχοι αποτελούν τον «Φάουστ», το κορυφαίο έργο του Γκαίτε. Δώδεκα χιλιάδες εκατόν έντεκα στίχοι, όσοι ακριβώς το πρωτότυπο, το πλήρες κείμενο του Γκαίτε, κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε νέα μετάφραση από τον Πέτρο Μάρκαρη και τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης».

Ο «Φάουστ», έργο που ολοκληρώθηκε λίγους μήνες πριν πεθάνει ο συγγραφέας του, το 1831 και το ξεκίνησε το 1775. Το μεγαλύτερο μέρος του ολοκληρώθηκε τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του Γκαίτε, από το 1825 ώς το 1831. Στήριγμά του, ο Σίλερ και ο Εκερμαν.

Πρόκειται για ένα κείμενο που ενσωματώνει την ποιητική από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του Γκαίτε και όλη τη φιλοσοφικοεπιστημονική γνώση από τον Μεσαίωνα μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Φάουστ μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και το σημαντικότερο έργο του Γκαίτε.

Περιστρέφεται γύρω από έναν μεγάλο σοφό, ο οποίος έχοντας θυσιάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον αγώνα για την απόκτηση γνώσης, στην ουσία δεν πρόλαβε να ζήσει. Στην αναπόλησή του, προσεγγίζεται από το Μεφιστοφελή, ο οποίος του προσφέρει νιάτα και την δυνατότητα να ζήσει μια ζωή με πολλές εμπειρίες, με αντάλλαγμα..τι άλλο..την ψυχή του..

Λίγα λόγια μπορούν να περιγράψουν το εξαιρετικό αυτό έργο. Απίστευτα αιχμηροί, αστείοι και ταυτόχρονα ουσιαστικοί διάλογοι και μονόλογοι. Ο Γκαίτε, με την εναλλαγή από τη χαρά στη λύπη, προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα και παρουσιάζει απόψεις γύρω από τη ζωή, το θάνατο, την αλήθεια και τη σοφία. Χαρακτηριστικό σημείο του βιβλίου, η περίφημη νύχτα της Βαλπούργης. Απλά εξαιρετικό. Συστήνεται ανεπιφύλακτα και αν σας αρέσει ο έμμετρος λόγος και διαθέτετε αρκετή υπομονή, θα το λατρέψετε.

«Τόλμα τις πύλες ν' ανοίξεις με ορμή»
«Οταν με τόλμη τα φτερά ανοίγει
η φαντασία
Kαι στο αιώνιο προσδοκά ν' ανυψωθεί
Μια στάλα τόπος μπορεί να της αρκεί,
Μόλις στη δίνη των καιρών χάσει
την ευτυχία.
Η έγνοια βαθιά μες στην καρδιά φωλιάζει,
Kρυφές πληγές σκάβει και μας σπαράζει.
Μας κλέβει κάθε μας χαρά και κάθε ηρεμία
Kαι πάντοτε σκεπάζεται με νέα προσωπεία.
Πότε χωράφι, σπίτι κ' οικογένεια εμφανίζει,
Αλλοτε δηλητήριο, μαχαίρι και φωτιά,
Τρέμει κανείς το άγνωστο με κάθε του
ματιά,
Kι ό,τι δεν έχασε, με δάκρυ το ποτίζει.
Δε μοιάζω στους Θεούς! Προχώρησα πολύ!
Με το σκουλήκι μοιάζω, που σκάβει μες στη γη.
Σ' αυτό που σέρνεται και ζει μέσα
στη σκόνη,
Ωσπου αγνώστου πέλμα με βία το σκοτώνει!
Δεν είναι σκόνη, αυτός ο τοίχος ο ψηλός,
που με χιλιάδες ράφια με πλακώνει;
Η ανόητη φλυαρία που με ζώνει
και προς τον σκώρο με σπρώχνει διαρκώς;
Εδώ θα βρω, ό,τι δεν έμαθα με τόσους
κόπους;
Θα ξεφυλλίζω τόμους τα βιβλία,
Για να δω πως τυραννία βασανίζει τους
ανθρώπους
Τόλμα τις πύλες ν' ανοίξεις με ορμή,
Που τις κοιτά κανείς, μα δεν τις πλησιάζει,
Ηρθε η ώρα να δείξεις με πυγμή,
Πως ο άνθρωπος μπροστά στο θείο δε
δειλιάζει:
Μην τρέμεις μπροστά στη σκοτεινή σπηλιά,
Που σε κατάρα μετατρέπει την κάθε
φαντασία,
Μα να περνάς, χωρίς να δίνεις σημασία,
Από το στόμιο που ξερνά της κόλασης
φωτιά -
Με διαύγεια το βήμα να τολμήσεις,
Εστω και στο Μηδέν αν τερματίσεις!»

(Απόσπασμα από το πρώτο μέρος της
τραγωδίας του Γκαίτε).