Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836


Οι επιστολές που έγραψε η Αμαλία με αποδέκτη τον πατέρα της μεταξύ 1836 και 1853 και οι οποίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά σε δύο τόμους σκιαγραφούν το πορτρέτο της Γερμανίδας που έγινε η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας. Σημαντικό τεκμήριο για την εποχή και για την εξέγερση του 1843




«Ο Οθων αγαπάει την Ελλάδα, εγώ όμως είμαι ερωτευμένη μαζί της» γράφει τον Ιανουάριο του 1845 η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας, η 26χρονη Αμαλία, σε επιστολή στον πατέρα της, τον μεγάλο δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου. Οι επιστολές προς τον πατέρα της- από τον Δεκέμβριο του 1836, όταν η Αμαλία ξεκίνησε για την Ελλάδα, ως τον θάνατο εκείνου το 1853-, δημοσιευμένες για πρώτη φορά σε μετάφραση και επιμέλεια των Μίχαελ και Βάνας Μπούσε, από το προσωπικό αρχείο της Αμαλίας που φυλάσσεται στα Κρατικά Αρχεία της πόλης του Ολδεμβούργου, διαβάζονται σαν απολαυστικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης. 




Ορφανή από μητέρα σε ηλικία δύο ετών, η Αμαλία μεγαλώνει στο Ολδεμβούργο με την αγάπη του πατέρα της και τη στοργή διαδοχικών μητριών. Στα δεκαοκτώ παντρεύεται τον Οθωνα, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη από παλιά, και τον ακολουθεί στο μικρό νεόκοπο κράτος στα Βαλκάνια όπου αυτός έχει διοριστεί βασιλιάς. Τον πρώτο καιρό προσπαθεί να γνωρίσει τον τόπο και τους υπηκόους της και μαθαίνει ελληνικά με εντατικούς ρυθμούς. Κάνει περιπάτους με το άλογο στην Αττική ( «Ενας δρόμος που απολαμβάνω να τον διατρέχω έφιππη είναι ο δρόμος προς τον Πειραιά. Βλέπει κανείς πολλές άμαξες, πολλούς ξένους, ταχυδρομικές άμαξες, υποζύγια, καμήλες, κάθε εθνικότητας ναύτες» ) και εξερευνητικά ταξίδια στην επαρχία ( «απερίγραπτα ωραίος είναι ο ουρανός και λένε πως ακόμη και ο ιταλικός δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του», «τα πολλά κοπάδια και οι άνθρωποι στους αγρούς με τις γραφικές τους ενδυμασίες κάνουν την εικόνα πιο ζωντανή», «οι νύχτες με φεγγάρι εδώ είναι μεγαλειώδεις» ). 

Στην Αθήνα, που «δεν είναι ακόμη σαν άλλες ευρωπαϊκές πόλειςαλλά εξαιρετικά ιδιόμορφη», η ενοικιαζόμενη βασιλική κατοικία στην πλατεία Κλαυθμώνος είναι «όμοια με αυτές των αστών στα δικά μας μέρη, και ίσως λίγο χειρότερη». Η Αμαλία παρακολουθεί από κοντά την πορεία ανέγερσης των ανακτόρων και καταπιάνεται με την ανοικοδόμηση και τον καλλωπισμό της πόλης με τον ενθουσιασμό νεαρής νοικοκυράς. Φροντίζει για τη φύτευση του σημερινού Εθνικού Κήπου και για τον σχεδιασμό δρόμων, οργανώνει έναν σύλλογο κυριών, ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη πολιτιστικής ζωής και εύχεται να κάνει έναν γιο. 

Οι ξένοι και το έλλειμμα
Οι επιστολές της εκλύουν οικειότητα και θερμή αφοσίωση προς τον«αγαπημένο,καλό,γλυκό,αγγελικό πατέρα» από την «κόρη του που θα τον αγαπά αιώνια»,νοσταλγία για την οικογένεια και τη ζωή της στο πατρικό σπίτι και ανυπόκριτη τρυφερότητα για τον Οθωνα ( «Αγαπημένε μου πατέρα, δεν τον εξετίμησες νομίζω αρκετά και αυτό με λυπεί,γιατί θα το άξιζε.Μέχρι τώρα όλος ο κόσμος παραγνωρίζει την αξία του και περισσότερο από όλους ο ίδιος ο πατέρας του» ). Τα οικογενειακά νέα εναλλάσσονται με τις ειδήσεις για την κατάσταση στο νέο κράτος και τα εμπόδια που αναχαιτίζουν την πρόοδό του, για τους σεισμούς του 1837 και την επιδημία πανώλους στον Πόρο. 

Την πολιτική την παρακολουθεί από μακριά. «Βλέπω πόση πρόοδος υπάρχει σε όλα»γράφει το 1840 για τις εντυπώσεις της από ταξίδι στην Πελοπόννησο, «πόσο καλός είναι ολαός στην πραγματικότητα και όλη η αυθάδεια προέρχεται από μερικούς φωνακλάδες της πρωτεύουσας». Παρατηρεί τους διαξιφισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων για την εξασφάλιση μεγαλύτερης επιρροής στο νέο κράτος, εξοργίζεται με τους διπλωμάτες «οι οποίοι βαριούνται εδώ και περνούν τον καιρό τους με μηχανορραφίες» και ενοχλείται με τις αναφορές των ξένων εφημερίδων στην Ελλάδα: «Θύμωσα πολύ τώρα τελευταία όταν διάβασα στην εφημερίδα “Αllgemeine Ζeitung” ότι ο φετινός προϋπολογισμός της Ελλάδαςπαρουσιάζει 2 εκατομμύρια δραχμές έλλειμμα,ενώ συμβαίνει το αντίθετο» . Συμπαθεί τους ντόπιους και δυσπιστεί απέναντι στους ξενοφερμένους με τις σπουδές στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τις θεωρίες τους.
Η 3η Σεπτεμβρίου
Τον Σεπτέμβριο του 1843 η Αμαλία περνά από το περιθώριο στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. «Σιγά σιγά άρχισαν να πέφτουν συνθηματικοί πυροβολισμοί και στην πόλη και από την Ακρόπολη.Φωτιές ήταν αναμμένες στα βουνά και ένα φοβερό βουητό ακουγόταν από την πόλη...Τρομερή ήταν η στιγμή που τα στρατεύματα πλησίασαν. Ιππικό, τάγματαακροβολιστών και πεζικόπλησίασαν όλοι και φώναζαν με φοβερά ουρλιαχτά “ζήτω το Σύνταγμα”.Ηταν μία και μισή» περιγράφει την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου στον πατέρα της. 

Ενθαρρύνει τον Οθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους Ελληνες. Στις επιστολές της που ακολουθούν οι αναλυτικές περιγραφές της αρχιτεκτονικής και του περίτεχνου ζωγραφικού διακόσμου του παλατιού δίνουν πλέον τη θέση τους σε ειδήσεις για την ψήφιση του Συντάγματος. Η 3η Σεπτεμβρίου στρέφει την προσοχή επάνω της. Ειλικρινής, αυθόρμητη και πεισματάρα, η Αμαλία αναμειγνύεται έκτοτε στην πολιτική: «Οταν αντιληφθώ ότι κάτι δεν αρέσει στον Οθωνα,αλλά δεν μπορεί εύκολα να αρνηθεί ή πιστεύει ότι δεν συμφέρει για πολιτικούς λόγους, επεμβαίνω και βάζω τέλος μια και καλή με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο,που τον δέχονται,γιατί θεωρούν ότι εγώ έτσι είμαι» εξομολογείται στον πατέρα της. 

Τον Αύγουστο του 1850 ο Οθων αναχωρεί για ταξίδι στη Γερμανία. «Αισθάνομαι τρόμο με την ιδέα ότι θα μείνω έτσι μόνη» γράφει η Αμαλία. Την 11η Αυγούστου ορκίζεται πίστη στον βασιλιά και στο Σύνταγμα και αναλαμβάνει την αντιβασιλεία. «Με τη βοήθεια του Θεού ελπίζω να τα καταφέρω» εύχεται η θρησκευόμενη προτεστάντισσα. 

«Πότε θα έρθει ο καιρός που θα είμαστε ανεξάρτητοι;»

Οι επιστολές της Αμαλίας,που μοιάζουν περισσότερο με προσωπικό ημερολόγιο,προσφέρουν αυτοβιογραφικό υλικό που φωτίζει την προσωπικότητά της ενώ ταυτόχρονα καταγράφουν το χρονικό ενηλικίωσης του νέου ελληνικού κράτους.Τους τόμους πλαισιώνουν κατατοπιστική εισαγωγή,επεξηγηματικές σημειώσεις,χρήσιμη βιβλιογραφία και ευρετήρια.Οι πληροφορίες που παρέχει αυτή η πολυσέλιδη δίτομη έκδοση,από τη μεγάλη κλίμακα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848 και της διεθνούς διπλωματίας ως τα μικρά και καθημερινά του ελληνικού βίου,συνθέτουν ένα συναρπαστικό ψηφιδωτό που θα εμπνεύσει πολλές μελέτες στους ιστορικούς της εποχής. Οι υπόλοιποι απολαμβάνουμε τη δροσερή αφήγησή της στην οποία πρωταγωνιστούν οΚωλέττης ,οΜαυροκορδάτος,ο σκοτεινός βρετανός διπλωμάτηςΛάυονς, οιΣούτσοι,οΙάκωβος Ρίζος Νερουλόςκαι άλλες μορφές της ιστορίας μας και αφήνουμε να μας μυήσει στα ξεχασμένα χρόνια της μοναρχίας,τα μακρινά μεν,οικεία δε:«Η κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολη.Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεπληρώσει τις Μεγάλες Δυνάμεις» γράφει η Αμαλία τον Απρίλιο του 1843. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πιέζουν την Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς τους δανειστές της προκειμένου να λάβει την τρίτη δόση του δανείου που της είχαν παραχωρήσει το 1832.«Πρέπει να γίνουν κάθε είδους περικοπές και περιορισμοί,που είναι κακό πράγμα...Πότε θα έρθει ο καιρός που θα είμαστε ανεξάρτητοι;Καλύτερα να τρως ξερό ψωμί και να είσαι ανεξάρτητος».



Το βιβλίο ''Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836'' μπορείτε να το βρείτε εδώ

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΓΙΑ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ


ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΜΥΩΝ

5η έκδοση

Ανακαλύψτε μόνοι σας τη μαγεία του βιβλίου "Προ­πόνηση για την Αύξηση της Μυϊκής Δύναμης - Λει­τουργική Ανατομική των Μυών" που είναι ένα από τα βιβλία με τις περισσότερες πωλήσεις στον κόσμο.Αποκτήστε μία άποψη για τη μορφή του ανθρω­πίνου σώματος σε κίνηση, με περισσότερες από 400 έγχρωμες εικόνες. Αυτή η αριστουργηματική δουλειά απεικονίζει τους μυς που συσπώνται σε κάθε άσκηση και προβάλλει τον τρόπο που αυτοί οι μυς ενεργούν μέσα στο πλαίσιο των παρακείμε­νων αρθρώσεων και των σκελετικών δομών. Μοιά­ζει με ακτινογραφία κάθε μίας άσκησης, παρέχο­ντας στον αναγνώστη μια πολύπλευρη απεικόνιση της προπόνησης για την αύξηση της μυϊκής δύνα­μης, όπως δεν απεικονίζεται σε κανένα άλλο σύγ­γραμμα.



Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Προεπαναστατικές ηρωικές μορφές 1453-1821 (Β’ τόμος)


Συγγραφέας: Αβραμόπουλος Στέφανος Ν.

Εκδότης: Βιβλιοπανόραμα
Αριθμός Σελίδων: 546
Έτος Έκδοσης: 05-2012

Η περίοδος της Τουρκοκρατίας από την Άλωση της Πόλης το 1453 ως την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 είναι από τις πιο σημαντικές για την διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού ,όπως τον γνωρίζουμε τον 19ο και τον 20ο αιώνα .Παρ όλα αυτά , δεν έχει μάθει πολλά ο Νεοέλληνας για την περίοδο αυτήν,τουλάχιστον σε σχέση με όσα γνωρίζει για το 1821 και τους μεγάλους Πρωταγωνιστές του.

Ο Στέφανος Νικ. Αβραμόπουλος κατάγεται από τον Αμπελόκαμπο Ηλείας και διετέλεσε Αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας και είναι ένας νέος στην ιστορική έρευνα συγγραφέας . Έχει αφιερώσει πολλές δεκαετίες στην μελέτη και την τεκμηρίωση της εποχής που προηγήθηκε του 1821 ,με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη και την προβολή σπουδαίων μορφών που αγωνίστηκαν για την επιβίωση και την απελευθέρωση του υπόδουλου στους Τούρκους Ελληνισμού. Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το προ ολίγων ετών βιβλίο του «Προεπαναστατικές Ηρωικές Μορφές1453-1821»,μια έκδοση από τις εκδόσεις «Βιβλιοπανόραμα »του ΓεωργίουΔημητρόπουλου ,ένα βιβλίο που παρουσιάζει προσωπικότητες που έδρασαν στα μαύρα χρόνια της Σκλαβιάς . Σε αυτήν την έκδοση είχαμε αναφέρει : «Στο μακρό αυτόδιάστημα ξενικής κατοχής ,που ιστορικά καταγράφεται ως η περίοδος 1453-1821 , ο Ελληνισμός προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από τη βάναυση και ασύδοτη εξουσία τουξένου κατακτητή ,ιδίως των Οθωμανών Τούρκων .
 
Στην προσπάθεια επιβίωσης του Ελληνισμού στους αιώνες εκείνους κατέχουν σημαντική θέση τα δεκάδες επαναστατικά απελευθερωτικά κινήματα ως το 1821 και η ύπαρξη και η δράση ανυπότακτων ομάδων αγωνιστών της Ελευθερίας. Αυτές όλες οι προσπάθειες έχουν καταγραφεί στο ιστορικό υποσυνείδητο του Νεοέλληνα μέσα από τιςχαρακτηριστικές μορφές του Κατσαντώνη ,του Γεωργίου Καστριώτη ,του Ρήγα Φεραίου,του Σταθά ,του Λάμπρου Κατσώνη ,του Δασκαλογιάννη ,των Μανιατών ,τωνΣουλιωτών, των Χειμαρριωτών ,των Κλεφτών και των Αρματολών .Οι μορφές αυτές ξεπέρασαν την ιστορική καταγραφή των σύγχρονων και των μετέπειτα γενεών και εισήλθαν στη σφαίρα του Θρύλου. Τα αμέτρητα Δημοτικά Τραγούδια που διασώζονται γι’ αυτούς τους ήρωες πιστοποιούν την απήχηση των αγώνων τους στην ψυχή του αδούλωτου Έλληνα».

ΟΣτέφανος Αβραμόπουλος έχει δουλέψει συστηματικά πάνω στην περίοδο 1453-1821 όχι μόνο στην μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας. Παράλληλα , πραγματοποίησε την δύσκολη για κάθε ιστορική έρευνα επιτόπια αυτοψία σε χώρους προεπαναστατικήςδράσης ,σε Μοναστήρια και Εκκλησίες , σε όρη και ποταμούς ,σε φρούρια και παραδοσιακούς οικισμούς , σε πολυάριθμες περιοχές του ηπειρωτικού και του νησιωτικού ελλαδικού χώρου. Και αυτή η προσπάθεια πήρε πάνω 20 χρόνια με οδηγό να φέρει στο φως τις άγνωστες ηρωικές πτυχές της περιόδου εκείνης.

Στον Β’ τόμο προσθέτει εξαίσιες βιογραφίες και περιγραφές .
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά : τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ ,τον Πατρο-Κοσμά τον Αιτωλό, τους κλέφτες και τους αρματολούς του Ολύμπου ,του Μοριά, της Κύπρου,του Σουλίου και άλλων περιοχών του υπόδουλου Ελληνισμού . Παρουσιάζονται νέες μορφές, λιγότερο γνωστές ,όπως οι Ασάνηδες, ο Αστραπόγιαννος και ο Λαμπέτης ,οι Τζαβελαίοι και οι Μποτσαραίοι από το Σούλι, αλλά και ήρωες που έδρασαν (και οι περισσότεροι έπεσαν ηρωικά σε μάχες ) το 1821 . Στους τελευταίους ανήκουν ανάμεσα στους άλλους ο Αθανάσιος Διάκος ,ο Στριφτόμπολας, ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, ο Παναγιώτης Καρατζάς από την Πάτρα, ο Εμμανουήλ Παππάς, ο Χαραλάμπης Βιλαέτης και ο Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας .

Μέσα σε 550 σελίδες ο αναγνώστης θα γνωρίσει πολλά για την ζωή και την δράση ηρώων του Ελληνισμού ,κάτι που είναι χρήσιμο σήμερα που αναζητούμε πρότυπα προσφοράς και αγωνιστικότητος .

Γι  αυτό και αξίζουν συγχαρητήρια και στον συγγραφέα και τον εκδότη που ανέλαβαν την πρωτοβουλία αυτή να έλθουν πιο κοντά μαςτέτοιες ηρωικές μορφές. Αυτό επισημαίνει και ο κ. Λευτέρης Τζόκας, Πρόεδρος της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών ,στον Πρόλογο του : «Ο ακούραστος μελετητής της ιστορίας Στέφανος Νικ. Αβραμόπουλος με την πολύμοχθη και αληθινά δύσκολη αυτή εργασία του απέδειξε πόσα μπορεί να προσφέρει ένας που εργάζεται υπεύθυνα. Με πνεύμα ,ψυχή και μεράκι επιτυγχάνεις πολλά. Αναγνωρίζουμε τον μέγα άθλο του συγγραφέα που μας συνεκίνησε ιδιαιτέρως για τους υψηλούς στοχασμούςκαι σχεδιασμούς του. Θα έχουν διάρκεια οι ευγενείς πράξεις του! »  

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΟΝ. ΚΟΥΡΚΟΥΤΑΣ             
Καθηγητής Φιλόλογος




Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια



Από την αρχή οι Γερμανοί κινήθηκαν αποφασιστικά για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα μέσα ενημέρωσης, ώστε να κατευθύνουν την προπαγάνδα τους. Αρχικά επεδίωξαν να μην ανατρέψουν το καθεστώς που ίσχυε στον χώρο του Τύπου και οι παρεμβάσεις τους ήταν διακριτικές, ενώ προσπάθησαν μάλιστα να δώσουν την εικόνα ότι δεν τους ενδιαφέρει η άσκηση προληπτικής λογοκρισίας, όπως συνέβαινε μέχρι τότε με τις ελληνικές υπηρεσίες λογοκρισίας. Τελικά κατέληξαν στη διευθέτηση να αναθέσουν τον τομέα αυτόν στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης Τσολάκογλου, η οποία χωρίς δυσκολία συνέχισε τις δομές που είχε κληρονομήσει από την κυβέρνηση Κοριζή. Έτσι οι ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες συνέχισαν κανονικά την έκδοσή τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι εκδότες πιέστηκαν να συνεχίσουν την έκδοσή τους.

Η μόνη εφημερίδα που πραγματικά παύθηκε με άνωθεν γερμανική εντολή ήταν ο «Ασύρματος». Η απόφαση ανήκε στον στρατάρχη Βίλελμ Λιστ, ανώτατο διοικητή της περιοχής Βαλκανίων και μέχρι σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί το ακριβές αιτιολογικό που τον ώθησε να λάβει αυτή την απόφαση. Ίσως κάποια προσωπική αναφορά για τον ίδιο, που την εξέλαβε ως αιχμή, να τον ώθησε σ’ αυτό. Το εντελώς παράδοξο είναι ότι ο ιδιοκτήτης αυτής της εφημερίδας, ο Γεώργιος Τζιρακόπουλος, ήταν σύγγαμβρος του στρατηγού Τσολάκογλου, ο οποίος μερικούς μήνες αργότερα θα τον τοποθετήσει, πλην άλλων διορισμών σε διάφορα διοικητικά συμβούλια, ως πρόσωπο εμπιστοσύνης στη θέση του κυβερνητικού επιτρόπου της Αγροτικής Τράπεζας.

Επίσης διέκοψε την έκδοσή της η εφημερίδα «Έθνος», όχι όμως για πολιτικούς λόγους, αλλά μάλλον για πρακτικούς. Οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις της, από τις πιο σύγχρονες τότε, δεσμεύθηκαν για να φιλοξενήσουν τις δύο νέες εφημερίδες των κατακτητών που χρειάζονταν για εσωτερική τους χρήση: την ιταλόγλωσση «Giornale d’Italia» και τη γερμανόγλωσση «Deutsche Nachrichten für Griechenland». Ταυτόχρονα οι Γερμανοί δεν αδιαφόρησαν, πέραν του πολιτικού, και για τον οικονομικό έλεγχο των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων. Ο σχεδιασμός έγινε από το Βερολίνο, απ’ όπου στάλθηκαν στην Αθήνα ειδικοί εκπρόσωποι της ειδικής ημικρατικής εταιρίας «Mundus», που είχαν από νωρίτερα συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας, με συμμετοχή 50% το καθένα τους. Η εταιρία αυτή, που είχε ως στόχο ακριβώς τη διάδοση της γερμανικής προπαγάνδας στις κατεχόμενες χώρες, είχε εμφανιστεί στο Παρίσι, μόλις ολοκληρώθηκε η κατάληψή του, και μεταξύ άλλων εξαγόρασε μερίδια γαλλικών εταιριών που εξέδιδαν εφημερίδες και περιοδικά[1].

Οι εκπρόσωποι αυτής της εταιρίας εμφανίστηκαν και στην Αθήνα τον Μάιο του 1941 και μελέτησαν πώς θα κινηθούν για να αποκτήσουν αποφασιστικού μεγέθους θεσμική συμμετοχή στην παραγωγή και τη διακίνηση του ελληνικού και ξένου Τύπου. Πραγματοποίησαν πολλές επαφές πριν καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις, ενώ έλαβαν υπόψη τους τις αναφορές και την εμπειρία των αρμοδίων της γερμανικής πρεσβείας, κυρίως του γραφείου Τύπου και του συμβούλου μορφωτικών υποθέσεων. Το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων είχε ο Maurach, που έφερε τον βαθμό του Rittmeister και χρησιμοποιούσε για έδρα του ένα γραφείο στον τρίτο όροφο της γερμανικής πρεσβείας, είχε όμως στη διάθεσή του πλούσιο υλικό για την αξιοπιστία όσων θα μπορούσαν να τιμηθούν με την εμπιστοσύνη του Ράιχ κατά την Κατοχή.

Ιδρύθηκαν έτσι τρεις βασικές εταιρίες για τον κάθετο έλεγχο του ελληνικού Τύπου, στις οποίες περισσότερο με προθυμία παρά υπό καθεστώς βίας έλαβαν μέρος οι Έλληνες επιχειρηματίες που δέχθηκαν να συνυπογράψουν τα ιδρυτικά καταστατικά με τους απεσταλμένους του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ, στους οποίους (ως επικεφαλής των δύο γερμανικών υπουργείων Προπαγάνδας και Εξωτερικών) ανήκε η εταιρία «Mundus».

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Κυνηγοί κεφαλών


Συγγραφέας: Jo Nesbo

Παρά το ότι υπολείπεται σε ύψος, ο Ρότζερ μοιάζει να τα έχει όλα: είναι ο πιο επιτυχημένος κυνηγός επιχειρηματικών ταλέντων της Νορβηγίας, έχει παντρευτεί την πανέμορφη ιδιοκτήτρια μιας γκαλερί και ζει σε ένα ονειρεμένο σπίτι. Για να κρατήσει όμως την ισορροπία στα οικονομικά του, εξασκεί και ένα δεύτερο επάγγελμα, αυτό του ληστή πανάκριβων έργων τέχνης. Μια μέρα, του δίνεται η ευκαιρία να οργανώσει την τελευταία μεγάλη δουλειά, αυτή που θα τον γλιτώσει από όλα τα χρέη. Μέσα από ανεξήγητες καταστάσεις ωστόσο, θα μετατραπεί από κυνηγός σε θήραμα και θα χρειαστεί να παλέψει για τη ζωή του. Ένα τουρ ντε φορς δράσης και σασπένς που κόβει την ανάσα, το οποίο βαδίζει στα χνάρια της τριλογίας "Millenium".


Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη

Του Γιώργου Λαμπράκου

Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-98) υπήρξε μια λαμπρή μορφή στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών.
Μια μορφή της οποίας ο αδόκητος χαμός, στο αποκορύφωμα της πνευματικής σταδιοδρομίας του, σκόρπισε απέραντη θλίψη στους οικείους του, αλλά και στους πολλούς ένθερμους αναγνώστες του έργου του. Ο Κονδύλης σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα, ενώ παράλληλα μετέφρασε πολλές φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και ιστορικές μελέτες στις εκδόσεις «Κάλβος». Στη συνέχεια μετέβη στη Γερμανία, όπου ολοκλήρωσε σπουδές φιλοσοφίας, ιστορίας και πολιτικών επιστημών. Το διδακτορικό του, με θέμα τη «γένεση της διαλεκτικής» στον γερμανικό ιδεαλισμό, εκδόθηκε το 1979 στα γερμανικά, γλώσσα στην οποία ο Κονδύλης έγραφε διά χειρός σχεδόν όλα του τα έργα, τα οποία στη συνέχεια «μετέφραζε» (ουσιαστικά ξαναέγραφε) στα ελληνικά.

Κινούμενος μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, ο Κονδύλης επιδόθηκε σε μια ασύλληπτα παραγωγική θεωρητική εργασία με επίκεντρο την ιστορία των ιδεών, η οποία είχε ως συνολικό αποτέλεσμα τη δημοσίευση κάπου 20 προσωπικών έργων, τη μετάφραση τουλάχιστον 20 βιβλίων και την εκδοτική επιμέλεια περισσότερων από 70 τόμων (κυρίως στις εκδόσεις «Γνώση», «Θεμέλιο», «Νεφέλη» και «Στιγμή»). Έργα-σταθμοί στη θεωρητική του πορεία, ο Ευρωπαϊκός διαφωτισμός (1981, ελλ. έκδ. 1987, 2 τόμοι), το Ισχύς και απόφαση (1984, ελλ. έκδ. 1991), η Παρακμή του αστικού πολιτισμού (1991) και η Θεωρία του πολέμου (1988, ελλ. έκδ. 1997), έργα για τα οποία έλαβε τις σημαντικότερες διακρίσεις (στη Γερμανία). Ιδίως η Θεωρία του πολέμου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη Γερμανία αλλά και εδώ, και μάλιστα πέραν της ελληνικής φιλοσοφικής κοινότητας, καθώς στο επίμαχο «Επίμετρο» είχε διατυπώσει ορισμένες κρίσεις και προβλέψεις για τη γεωπολιτική συρρίκνωση της Ελλάδος, οι οποίες τότε φάνταζαν απαισιόδοξες έως φιλοπόλεμες στα μυαλά εκσυγχρονιστών και αριστερών, αλλά σήμερα είναι μάλλον επιβεβαιωμένες.

Με τον θάνατο του Κονδύλη, το ήδη μεγάλο σε όγκο και σημασία έργο του στα ελληνικά θα έμενε ημιτελές αν δεν μεταφραζόταν και το λοιπό, εκδομένο στα γερμανικά, έργο του. Έτσι, αφού πρώτα μεταφράστηκαν ορισμένα συντομότερα κείμενά του (από τους Λευτέρη Αναγνώστου, Κώστα Κουτσουρέλη και Μιχάλη Παπανικολάου), μεταφράστηκε το πρώτο μέρος της ανολοκλήρωτης «κοινωνικής οντολογίας» του, Το πολιτικό και ο άνθρωπος (1999, ελλ. έκδ. 2007, 2 τόμοι, μτφρ. Λ. Αναγνώστου). Επιπλέον, σήμερα διαθέτουμε ολοκληρωμένη στα ελληνικά την Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, την οποία θα παρουσιάσουμε συνοπτικά, ενώ πληροφορούμαστε ότι ετοιμάζονται προς έκδοση από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» τα δύο έως τώρα αμετάφραστα έργα του, η Γένεση της διαλεκτικής και ο Συντηρητισμός.

Η Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη εκδόθηκε στα ελληνικά το 1983, ως δεύτερος τόμος στην νεοϊδρυθείσα «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων «Γνώση», που τελούσε υπό τη διεύθυνση του Κονδύλη. (Ως πρώτος τόμος της «Βιβλιοθήκης» είχε κυκλοφορήσει η μετάφραση, από τον Κονδύλη, της διατριβής του Μαρξ.) Σήμερα, οι «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» αξίζουν συγχαρητήρια καθότι ανέλαβαν, αφενός να αναδημοσιεύσουν αυτούσιο εκείνον τον τόμο (πλέον «τόμος Αʹ» της Κριτικής), αφετέρου να μεταφράσουν το υπολειπόμενο τέταρτο μέρος («τόμος Βʹ» της Κριτικής, μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου, επιμ. Θάνος Σαμαρτζής) του έργου που στο μεταξύ ο Κονδύλης είχε εκδώσει ολοκληρωμένο στα γερμανικά (το 1990). Επειδή μιλάμε για ένα έργο λίγο άνω των 700 σελίδων, εδώ δεν μπορούμε φυσικά παρά να παρουσιάσουμε εντελώς επιγραμματικά τις βασικότερες πτυχές του. Το κείμενό μας ολοκληρώνεται με κάποιες θέσεις που είχε διατυπώσει πριν από δύο δεκαετίες ο Κονδύλης, οι οποίες στην κρισιμότατη περίοδο που διανύουμε μας αφορούν άμεσα.

Ο πρώτος τόμος της Κριτικής της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη φέρει τον υπότιτλο «Από τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του Διαφωτισμού», δηλαδή αφορά την περίοδο από τον 14ο έως και τον 18 αιώνα. Κάθε μεταφυσική, όπως υποστηρίζει ο Κονδύλης στην «Εισαγωγή» (εδώ παραπέμπουμε στη σελιδαρίθμηση της πρώτης έκδοσης της Κριτικής), «στηρίζεται στην διάκριση ανάμεσα σε Υπερβατικό και Εμμενές, σε υπερεμπειρικό Εκείθεν και εμπειρικό Εντεύθεν, θεωρώντας το πρώτο ως “αληθινή”, ανόθευτη πραγματικότητα και συνάμα (στις μεγάλες παραδοσιακές της εκδοχές τουλάχιστο) ως πηγή ηθικών-κανονιστικών αρχών» (σ. 14). Μεταφυσικό θεωρούνταν κάθε πρόταγμα εύρεσης της έσχατης αλήθειας για το όντως Ον, της αντικειμενικής ουσίας των πραγμάτων. Εδώ, θεμελιώδης σημασίας αντίληψη αλλά και στόχος των κριτικών της μεταφυσικής είναι η αριστοτελική διάκριση μεταξύ φυσικής (ως επιστήμης της εμπειρικής φύσης) και μετα-φυσικής (ως φιλοσοφίας των πρώτων αρχών). Με τον Ιερό Αυγουστίνο θα εισέλθουμε σε μια χιλιετή εποχή διάκρισης της (θύραθεν) γνώσης από τη (χριστιανική) πίστη, όπου η πρώτη θα πρέπει (επί ποινή θανάτου…) να ανάγεται στη δεύτερη.

panajotis_kondylisΟι πρώτες απόπειρες κριτικής στη μεταφυσική έγιναν από τους νομιναλιστές και τους ανθρωπιστές στον όψιμο Μεσαίωνα, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η έλλογη γνώση του εμπειρικού κόσμου είναι δυνατή, αρκεί να βρεθεί και να χρησιμοποιηθεί η κατάλληλη γνωστική μέθοδος, η οποία όμως δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να ανάγεται στην πίστη. Τώρα το πρωτείο της «βεβαιότητας ως προς το αντικείμενο» αντικαθίσταται βαθμιαία από το πρωτείο της «βεβαιότητας ως προς τον τρόπο της μεθόδευσης», δηλαδή το πρωτείο της οντολογίας αντικαθίσταται βαθμιαία από το πρωτείο της γνωσιοθεωρίας: αντί να γνωρίσουμε τις έσχατες ουσίες, πασχίζουμε να γνωρίσουμε τον καθημερινό εμπειρικό κόσμο. Η λέξη «πασχίζουμε» υποδηλώνει τον αγνωστικισμό των πρώτων φιλοσόφων και θεολόγων που άσκησαν κριτική στη μεταφυσική: για τον Κονδύλη, ο αγνωστικισμός, δηλαδή η πίστη στα όρια της ανθρώπινης νόησης, «στάθηκε η πρώτη σημαντική και συστηματική αντιμεταφυσική τοποθέτηση των Νέων Χρόνων» (σ. 79). Ο αγνωστικισμός συνέβαλε στην καθιέρωση της διάκρισης μεταξύ μεταφυσικής και λογικής: αφού δεν μπορούμε να μάθουμε (μεταφυσικά) την αμετάβλητη ουσία του Όντος, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε (λογικά) τον μεταβλητό εμπειρικό κόσμο μας. Έτσι διαχωρίζεται η «γενική επιστήμη του όντος» από την «πραγματική ιδιοσυστασία των όντων» (σ. 295). Εδώ, περίοπτη θέση κατέχει ο Φράνσις Μπέικον και η νεότερη, επαγωγική μεθοδολογία του.

Στους Νέους Χρόνους ανατιμήθηκε λοιπόν ο αισθητός, εμπειρικός κόσμος σε σχέση με τον νοητό, υπερεμπειρικό κόσμο, κυρίως επειδή εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν οι φυσικομαθηματικές επιστήμες και η τεχνική-μηχανική εφαρμογή τους. Ωστόσο, οι θιασώτες του νέου επιστημονικού πνεύματος, που ασκούσαν κριτική στην παραδοσιακή μεταφυσική, δεν εξάλειφαν την ιδέα του «Υπερβατικού», από φόβο μήπως καταλήξουν (ή μήπως τους καταδικάσουν ότι καταλήγουν) στον αθεϊσμό και τον μηδενισμό. Έτσι, παρά την ακόμα αδιασάλευτη πίστη στον Θεό, έρχονται βαθμιαία στο προσκήνιο ιδέες περί Φύσης, Ανθρώπου και Λόγου, στις οποίες αρχίζουν να εγκαθιδρύονται σταδιακά και οι αναγκαίες κανονιστικές αρχές. Η Φύση είναι λογικά δομημένη, πίστευαν οι νεότεροι επιστήμονες και φιλόσοφοι (Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Χομπς, Σπινόζα κ.λπ.), και διέπεται από φυσικομαθηματικούς νόμους, τους οποίους μένει απλώς να ανακαλύψουμε. Και παρότι οι περισσότεροι πίστευαν πως υπάρχει Θεός πίσω από τους νόμους (με εξαίρεση τον Χομπς, τον Σπινόζα, αργότερα τον Χιουμ και τον Λα Μετρί, που βάζουν τα θεμέλια του αθεϊσμού), τώρα πλέον δεν είναι υποχρεωμένοι να τον εντάσσουν στις επιστημονικές εξηγήσεις του κόσμου.

Η Εκκλησία ένιωθε τον κίνδυνο και αντιδρούσε, αλλά μπορούσε να κάνει όλο και λιγότερα. Της απέμεινε αυτό που ο Κονδύλης ονομάζει «εξαμβλωματικό εκσυγχρονισμό της σχολαστικής μεταφυσικής» (σ. 290), δηλαδή η προσπάθεια, με διάφορα «εκσυγχρονιστικά» μεταφυσικά επιχειρήματα, να μην κλονιστεί η πίστη στο Υπερβατικό. Η Εκκλησία, έχοντας ως πρόθεση να υπερασπιστεί την παραδοσιακή θεολογική μεταφυσική, αναγκάζεται δηλαδή να υιοθετεί νεωτερικά περιεχόμενα και δομές σκέψης. Στην εποχή του Διαφωτισμού συνεχίζονται οι κριτικές στη μεταφυσική ουσιοκρατία, κατά τις οποίες «το πρωτείο της ουσίας εκτοπίστηκε από το πρωτείο της λειτουργίας» (σ. 339), ωστόσο οι επικίνδυνες έσχατες συνέπειες αυτών των κριτικών δεν γίνονται πάντα ούτε συνειδητές, ούτε αποδεκτές. Σε γενικές γραμμές, η κριτική των Διαφωτιστών στη μεταφυσική είχε ως κινητήριες δυνάμεις τη νέα εμπειριστική γνωσιοθεωρία, τη στροφή προς τη γλώσσα της ρητορικής και των σημείων, την κοινωνιολογία, καθώς και την εστίαση σε ανθρωπολογικές (παρά θεολογικές) σταθερές. Ωστόσο, οι περισσότεροι Διαφωτιστές εξακολουθούσαν να αποφεύγουν και να καταδικάζουν τον αθεϊσμό και τον υλισμό. Μέχρι τον 18ο αιώνα, συνεπώς, τόσο η μεταφυσική όσο και η πίστη στον Θεό δεν έχουν πνεύσει τα λοίσθια, ούτε καν με τον Καντ, με τον οποίον ολοκληρώνεται και ο πρώτος τόμος.

kondylis-exofΣτον δεύτερο τόμο της κονδυλικής Κριτικής, υπό τον υπότιτλο «Από τον Χέγκελ και τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ και τον Βίτγκενσταϊν», η πραγμάτευση περιλαμβάνει την εξέλιξη των αντιμεταφυσικών ιδεών στον 19ο και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Οι εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί από τις αρχές των Νέων Χρόνων λαμβάνουν ακόμα πιο ραγδαίες μορφές. «Το αποφασιστικό γεγονός στην ιστορία των ιδεών του 19ου και του 20ου αι. ήταν η εξέλιξη των επιστημών του πνεύματος και των φυσικών επιστημών, ενώ, συγχρόνως, την σημασία των δεύτερων μέσα στην καθημερινή ζωή των πλατύτερων μαζών την έκαμε αισθητή κυρίως η ιλιγγιώδης πρόοδος της βιομηχανίας και της τεχνικής», σημειώνει ο Κονδύλης (σ. 17).

Ωστόσο, προειδοποιεί ενάντια στην υπερτίμηση της κριτικής της μεταφυσικής κατά τους τελευταίους δύο αιώνες: όπως επισημαίνει, η κριτική αυτή ήταν λιγότερο πρωτότυπη από όσο συχνά θεωρήθηκε, και ενώ εμφανιζόταν και ερμηνευόταν ως ριζοσπαστική και πρωτοπόρα, συχνά απλώς αναδιατύπωνε παλαιές κριτικές και δομές σκέψης. Πάντως, η κριτική της μεταφυσικής συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και με κύριο στόχο να αναδείξει «έναν ομογενή κι ενιαίο κόσμο δίχως ουσίες και ιεραρχίες ουσιών, κι επιπλέον δίχως οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ουσίας και φαινομένου» (σ. 25).

Μετά τον Διαφωτισμό, η ανθρωπολογία συνέβαλε αποφασιστικά στο να αναδειχτεί μια ενοποιημένη κοσμοεικόνα, έτσι όπως την είχε εν πολλοίς οραματιστεί η φυσικομαθηματική επιστήμη στην αυγή των Νέων Χρόνων. Το «Υπερβατικό παλαιού τύπου» παραπαίει υπό το βάρος της κριτικής, ενώ η τυπική λογική του Αριστοτέλη αντικαθίσταται βαθμιαία από τη διαλεκτική λογική του Χέγκελ και των συνεχιστών του, οπότε η Ουσία αρχίζει να διαλύεται σε σχέσεις και λειτουργίες. Ο δυισμός Υπερβατικού-Εμμενούς κλονίζεται από τις επιθέσεις των μονιστών (υλιστών ή και ιδεαλιστών) φιλοσόφων. Με διαφορετικά βέβαια πρόσημα μεταξύ τους, ο Σοπενχάουερ, ο Κοντ, ο Φόιερμπαχ, ο Μαρξ, ο Νίτσε και άλλοι στοχαστές του 19ου αιώνα (πλην των Χέγκελ και Κίρκεγκορ), στοχεύουν προς μία βασική κατεύθυνση: την πλήρη κατάλυση της ιδέας του Θεού και την αποκλειστική εστίαση στο πώς ο άνθρωπος διάγει τον βίο του εδώ, τώρα, πάνω στη Γη, δηλαδή το πώς διάγει τον μόνο βίο που (ισχυρίζονται πως) διαθέτει, τον εγκόσμιο. Σε τούτο το πλαίσιο, εξαιρετικά σημαντική ήταν η θέσμιση της ιστορικά προσανατολισμένης σκέψης πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, καθώς συνειδητοποιείται «η δυναμική της ανθρώπινης αυτοεκδίπλωσης και του πλούτου της Ιστορίας» (σ. 43).

Οι περισσότεροι στοχαστές (με εξαίρεση τον Σοπενχάουερ και τους συντηρητικούς) πιστεύουν ακράδαντα στη διαφωτιστική ιδέα της ανθρώπινης προόδου, καθώς υποστηρίζουν ρητά ή υπόρρητα ότι ο άνθρωπος δύναται να αλλάξει τον ρου του κόσμου, και μαζί τον ρου του εαυτού του.
kondylis_skitsoΌλα αυτά δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι η μεταφυσική σκέψη καταλύθηκε: όπως γράφει ο Κονδύλης, «το ιάνειο πρόσωπο της σύγχρονης μεταφυσικής, η οποία ήθελε να είναι μεταφυσική κι ήταν αναγκασμένη να είναι κριτική της [παραδοσιακής] μεταφυσικής, έφερε τις ουλές που είχαν αφήσει οι αντιμεταφυσικές επιθέσεις προηγούμενων εποχών» (σ. 56). Ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός υπήρξαν πνευματικά ρεύματα που άσκησαν έντονη κριτική σε μεταφυσικές αντιλήψεις, προσπαθώντας (όταν δεν μπορούσαν να καταλύσουν εντελώς τη μεταφυσική) τουλάχιστον να φέρουν κοντά μια (εμμενή) φιλοσοφία και την (ούτως ή άλλως εμμενή) επιστήμη, εξοβελίζοντας πάντως οπωσδήποτε την αφηρημένη-ενατενιστική σκέψη. Συνάμα, οι νεοκαντιανοί εναντιώνονταν στις μεταφυσικές αντιλήψεις, ιδίως σε αυτές που είχαν αξίωση επιστημονικής γνώσης του κόσμου, οπότε «εξακολούθησαν ν’ αποτιμούν αρνητικά την απόπειρα να οικοδομηθεί μια επιστημονική μεταφυσική ως επιστέγασμα των επιμέρους επιστημών» (σ. 74), εντούτοις καλοδέχονταν τη μεταφυσική ως στήριγμα πρακτικών και αξιολογικών αρχών.

Οι επιμέρους πτυχές στην κριτική της μεταφυσικής κατά τους δύο τελευταίους αιώνες παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά εδώ μπορούμε μόνο συνοπτικά να αναφέρουμε τους τέσσερις θεμελιώδεις τύπους της, έτσι όπως τους ανασυγκροτεί ο Κονδύλης. Έχουμε λοιπόν την κριτική της μεταφυσικής από έποψη αγνωστικιστική, αντινοησιαρχική και θετικιστική (εδώ μας έλειψε η εξέταση της ανυπέρβλητης δαρβινικής κληρονομιάς, παρότι παρουσιάζονται οι θέσεις φίλων και συνεχιστών του Δαρβίνου, όπως ο Σπένσερ και ο Χάξλεϊ: ο Δαρβίνος δεν ήταν κατεξοχήν φιλόσοφος, ωστόσο οι φυσιοκρατικές θεωρίες του, που πλέον είναι επιστημονικά αποδεδειγμένες μετά τη μεγάλη νεοδαρβινική σύνθεση, μετέβαλαν τη σύγχρονη κοσμοεικόνα δραστικότερα απ’ ό,τι το κατάφεραν οι περισσότεροι φιλόσοφοι). Ακολουθεί η κριτική της μεταφυσικής από την πλευρά της γλώσσας, που παρά τα καινοφανή χαρακτηριστικά της, πέφτει πάνω σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Εδώ, δεσπόζουσα θέση κατέχει ο Βίτγκενσταϊν, που ωστόσο φέρει φιντεϊστικές αντιλήψεις τις οποίες οι άθεοι νεοθετικιστές απορρίπτουν. Όπως γράφει ο Κονδύλης: «Πλάι στην αύξουσα επίγνωση του γεγονότος ότι γλωσσική κριτική δίχως οντολογική τοποθέτηση είναι αδύνατη, γινόταν όλο και σαφέστερο το πόσο λίγο μπορεί να εξηγήσει η ερμηνεία της μεταφυσικής ως απλής γλωσσικής πλάνης την λειτουργία και την ιστορία του μεταφυσικού φαινομένου» (σ. 190).

Ένας τρίτος θεμελιώδης τύπος κριτικής στη μεταφυσική γινόταν από έποψη κοινωνιολογική (Κοντ, Μαρξ) και ψυχολογική (Νίτσε, Φρόιντ). Εδώ η μεταφυσική σφυροκοπείται άλλοτε με το επιχείρημα ότι ταυτίζεται με τη θρησκεία και συνεπώς συνιστά πλάνη (ζωτική, αν και όχι απαραίτητα: μπορεί ο άθεος να δυσκολεύεται υπαρξιακά, αλλά επιβιώνει), και άλλοτε με το επιχείρημα ότι προέρχεται από την τάξη των κυρίαρχων. Ο Κονδύλης ολοκληρώνει την πραγμάτευσή του με ένα κεφάλαιο για τη «μεταφυσική ανάγκη» του ανθρώπου. Όπως εντέλει διαπιστώνει: «οι περισσότεροι από εκείνους που επικαλούνταν την μεταφυσική ανάγκη ή, εν πάση περιπτώσει, την λογικά εννοούμενη μεταφυσική αναγκαιότητα, είχαν κατά νου το Υπερβατικό» (σ. 245). Κεντρική θέση μεταξύ αυτών κατείχε ο Χάιντεγκερ, για τον οποίον ο Κονδύλης επιφυλάσσει μερικά ιοβόλα σχόλια. Από την άλλη, εμφανίστηκαν στοχαστές με αξιόλογο έργο στην κατεύθυνση μιας «μεταφυσικής του Εμμενούς» (Ζίμελ, Μάνχαϊμ). Το τελικό συμπέρασμα του Κονδύλη είναι ότι «η μεταφυσική θα επιβιώσει και μετά την κατάρρευση (της μεταφυσικής) του Υπερβατικού» (σ. 248). Καθώς η έννοια της μεταφυσικής δεν είναι συγκροτητικά προσδεμένη στην έννοια του Υπερβατικού, μπορεί να υπάρχει και χωρίς το Υπερβατικό, ωστόσο από εδώ και στο εξής θα παραπέμπει κυρίως στο «Υπερεμπειρικό», δηλαδή σε κάτι που δεν μπορεί ούτε να επικυρωθεί ούτε να διαψευσθεί με την άμεση εμπειρία, και το οποίο θα χρειάζεται για να εξυπηρετεί είτε τη θεμελίωση «κανονιστικών αρχών και αξιών», είτε τη διατύπωση θεωριών «με αξίωση καθολικής ισχύος» (σ. 250).

Η περιγραφική πραγμάτευση του Κονδύλη διατρέχει τη σκέψη και το έργο δεκάδων στοχαστών των τελευταίων επτά αιώνων, διαθέτοντας σπάνια εννοιολογική σαφήνεια και εξαιρετική ιστορική εποπτεία: σε κάποιους στοχαστές αναφέρεται συνοπτικά, ενώ άλλοι μνημονεύονται πιο λεπτομερώς. Κατά τη γνώμη μας, πρόκειται για ένα έργο που δεν αφορά μονάχα την ούτως ή άλλως μικρή φιλοσοφική κοινότητα, αλλά (με τη συνδρομή φιλοσοφικών λεξικών – όπως εύστοχα έλεγε ένας παλιός μου καθηγητής: «το λεξικό δεν είναι η ντροπή, αλλά το όπλο του σκεπτόμενου ανθρώπου») αφορά όλους τους ανθρώπους που, διαθέτοντας θεωρητικά αλλά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, επιθυμούν να ποριστούν μια άκρως εμπεριστατωμένη εικόνα για την εξέλιξη των νεότερων Δυτικών ιδεών και την κατάληξή τους στις σύγχρονες πολυδιάστατες εκφάνσεις τους (που καλώς ή κακώς έχουν πάψει να είναι αποκλειστικά «Δυτικές», αλλά παγκόσμιες).

Ας έλθουμε όμως τώρα στα (εντελώς) καθ’ ημάς. Η ελληνική έκδοση της Παρακμής του αστικού πολιτισμού (Θεμέλιο, 1991) ξεκινά με ένα δοκίμιο υπό τον προσφυή τίτλο: «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία». (Αυτό το δοκίμιο κυκλοφορεί πλέον αυτόνομο από τις ίδιες εκδόσεις, υπό τον τίτλο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας». Ωστόσο συνιστούμε την ανάγνωση ολόκληρης της Παρακμής του αστικού πολιτισμού, ειδάλλως δεν θα κατανοηθεί εις βάθος το καχεκτικό πέρασμα της Ελλάδας «από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία»). Στο εν λόγω δοκίμιο ο Κονδύλης ανέλυσε καίρια τη νεοελληνική πραγματικότητα και προφήτευσε τη σημερινή της κατάσταση. Όχι φυσικά επειδή γεννήθηκε προφήτης, αλλά επειδή συνδύασε την τρομακτικά ευρυμαθή παιδεία του με την αξιολογικά ουδέτερη κρίση του. Κατά τον Κονδύλη, η νεότερη Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ μια συγκροτημένη αστική τάξη, ενεργή μέσα σε ένα κράτος λειτουργικό, αποσυνδεδεμένο από τα πελατειακά κομματικά συμφέροντα και τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές· απεναντίας στη Δύση (πιστεύουμε πως καλύτερο είναι να μιλάμε για «Άπω Δύση») η αστική τάξη γεννήθηκε και παγιώθηκε ως η νέα προοδευτική δύναμη που εναντιώθηκε στα πανίσχυρα κληρονομημένα προνόμια της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας.

kondylis2 
        Κατά τον Κονδύλη, η βασιλευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ελλάδος επιβλήθηκε έξωθεν, μετά τον επαναστατικό Αγώνα του 1821, χωρίς να έχουν προηγηθεί όλες οι απαραίτητες κοινωνικές, πολιτισμικές και παραγωγικές ζυμώσεις τις οποίες γνώρισε ιστορικά η (Άπω) Δύση. Αποτέλεσμα; «Οι κοινωνικές ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών γενικά ενίσχυσαν τον χαρακτήρα της χώρας ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών. Όμως η ενίσχυση αυτή συντελέστηκε στη βάση ολότελα νέων καταναλωτικών συνηθειών, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό. Ακριβώς επειδή η ευημερία ήταν, με την ουσιαστική αυτήν έννοια, επισφαλής, το πελατειακό σύστημα επιτάθηκε αντί να συρρικνωθεί εξ αιτίας της υποχώρησης του πατριαρχισμού σε κοινωνικό επίπεδο» (σ. 42). Στην Ελλάδα η διάκριση κράτους και κοινωνίας έμεινε «ημιτελής», εξού και όλα τα κόμματα, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους αρχές, ήταν και είναι πρωτίστως «κρατιστικά».


Στη σύγχρονη Ελλάδα, έγραφε ο Κονδύλης πριν από 20 χρόνια, το καχεκτικό αστικό στοιχείο συντίθεται κυρίως από «νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες» και από επιχειρηματίες που έχουν ως πνευματικό ορίζοντα «όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως», ενώ το «όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα [χαρακτηρίζεται] από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας» (σ. 41). Σε ατομικό επίπεδο, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων συνδυάζει «σχιζοφρενικά» την «παρασιτική κατανάλωση» στην πράξη με έναν «μυγιάγγιχτο εθνικισμό» στη θεωρία. Σε πολιτικό επίπεδο, «τα κόμματα πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό». Σε εθνικό επίπεδο, «η χώρα δεν παράγει τα καταναλωτικά αγαθά αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της» (σ. 44).

Άραγε μας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ναι μεν η πολλαπλή κρίση (χρέους, ανεργίας κ.λπ.) των τελευταίων ετών στα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης είναι ένα συμβάν συναρμοσμένο με το τρίτο στάδιο του καπιταλισμού (ο οποίος αποκαλείται «ύστερος», «πολυεθνικός», «μεταβιομηχανικός», «καζίνο» κ.λπ.), αλλά μόλις ξέσπασε μετά το 2008-9, σύντομα ο πιο αδύναμος κρίκος αποδείχτηκε διόλου τυχαία η Ελλάδα, ακριβώς για τους λόγους που αναλύει, με εγκυρότητα ενοχλητική για τη μακάρια αυτοεικόνα μας, ο Κονδύλης. Σε άλλο βιβλίο του, γραμμένο επίσης πριν από 20 χρόνια, υπογραμμίζει ότι όποιος «μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα “δίκαιά” του» (Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Θεμέλιο, 1992, σ. 156, στο επίμετρο: «Η ελληνική εθνική πολιτική»). Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι στην πλήρη ένταξη της Ελλάδος στην Ευρώπη ωθεί «μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση» (σ. 158, η υπογράμμιση δική μας). Παράλληλα, τα «κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού» έχουν βυθίσει τη χώρα «στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει» (σσ. 168-9).

Όσο για μια πιθανή και απολύτως εύλογη αντίδραση του τύπου «καλά όλα αυτά, αλλά ο ελληνικός λαός πεινάει», η δέουσα απόκριση θα ήταν ότι αυτή δεν αποτελεί μια πραγματική αντίρρηση, αφού όχι μόνο δεν αναιρεί τις κονδυλικές αιτιώδεις εξηγήσεις της εγχώριας υπογείωσης, απεναντίας αυτές επιβεβαιώνονται διά της προβλεπτικής ισχύος τους. Επομένως, ανεξάρτητα από την όποια μελλοντική τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και της Ευρωζώνης, και μόνο το γεγονός ότι η Ελλάδα βρέθηκε αμέσως στο στόχαστρο κυβερνήσεων και αγορών επιβεβαιώνει τα παραπάνω (οι αγορές είναι φυσικά ύαινες, αλλά ως ύαινες ορμούν μόνο σε ψοφίμια). Ό,τι κι αν γίνει λοιπόν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οικονομική κατάσταση στη χώρα μας θα είναι ούτως ή άλλως χειρότερη απ’ ό,τι στη Δυτική Ευρώπη, για τους ιστορικούς και δομικούς λόγους που έχει εξηγήσει ο Κονδύλης και που δεν πρόκειται να αλλάξουν. Τώρα η σκυτάλη βρίσκεται ξανά στα χέρια του «ελληνικού λαού» ώστε να αποφασίσει, αφενός ποιο παραγωγικό και πολιτισμικό μοντέλο θέλει και μπορεί (υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες) να έχει, αφετέρου να αναλάβει την ευθύνη αυτού του μοντέλου. Σε κάθε περίπτωση, φοβούμαστε μήπως κάποια στιγμή γίνει πράξη άλλη μια κονδυλική παρατήρηση: «Στην κατανομή αγαθών είναι κανείς λιγότερο γενναιόδωρος απ’ ό,τι στην ανταλλαγή πληροφοριών. Και αν τεθεί ζήτημα κατανομής ζωτικών υλικών πόρων –συμπεριλαμβανόμενου του νερού και του αέρα–, τότε οι τέρψεις που χαρίζουν τα ηλεκτρονικά περιδιαβάσματα στον κυβερνοχώρο θα κοπούν απότομα» (Από τον 20ο στον 21 αιώνα, Θεμέλιο, 1998, σ. 156).
 
hegel_kondylisΌλα αυτά δεν τα γράφουμε με στόχο να προτείνουμε λύσεις για το οτιδήποτε, καθώς ούτε μπορούμε, ούτε επιθυμούμε κάτι τέτοιο. Υπάρχει ωστόσο η έμπρακτη (και όχι θεωρητική) ανάγκη να δούμε ποιος μας προσφέρει γονιμότερες εξηγήσεις για τις τωρινές μας δυσχέρειες. Αφού λοιπόν επί χρόνια, και αξιοποιώντας κάθε τύπο λαϊκίστικης δικαιολογίας, βολικής αμέλειας ή επικίνδυνης άγνοιας, αποφεύγαμε να ανέβουμε το βουνό μιας πιο ρεαλιστικής (και λιγότερο ψευδαισθητικής) δημόσιας και ιδιωτικής αυτοσυνείδησης, τώρα πλέον το βουνό αποφάσισε να έρθει σε μας, απειλητικότερο από ποτέ. Απέναντι στον Παναγιώτη Κονδύλη και το έργο του, οι στάσεις στην Ελλάδα κυμάνθηκαν και εξακολουθούν να κυμαίνονται κάπου μεταξύ άκαμπτης εναντίωσης και άκριτης λατρείας, ενώ συχνά απλώνεται (με την αρωγή κάποιων επαγγελματιών φιλοσόφων, αλλά και λαϊκιστών συγγραφέων και δημοσιογράφων) ένα βαρύ πέπλο εσκεμμένης αδιαφορίας.

Ευτυχώς έχουν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες εμπεριστατωμένες εργασίες πάνω στο κονδυλικό έργο, όπως π.χ. η απαιτητική μελέτη του Ρεϋμόνδου Πετρίδη, Χέγκελ και Κονδύλης (Ευρασία, 2011). Εδώ, η εγελιανή γενεαλογία της «δυστυχισμένης συνείδησης», δηλαδή το αποτέλεσμα του επώδυνου δυισμού ανάμεσα στο «τι είμαι» και στο «τι θέλω ή/και οφείλω να είμαι», ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του «πεφωτισμένου στωικισμού» του Κονδύλη, ενώ παράλληλα υπογραμμίζονται τα ανυπέρβλητα όρια τα οποία συναντά η βούληση του μεταμοντέρνου υποκειμένου για αποκοπή από τον Άλλον και «ανεξαρτησία» (η μελέτη περιέχει μάλιστα ανέκδοτο υλικό από τα κατάλοιπα του έλληνα στοχαστή). Με την ολοκλήρωση, καλώς εχόντων των πραγμάτων, της έκδοσης του λοιπού κονδυλικού έργου στα ελληνικά, έχει φτάσει η ώρα να αποτιμήσουμε εκ νέου την προσφορά του προς εμάς. Άραγε, σε ποια εθνοκοινωνική κατάσταση θα βρισκόμαστε ώστε να το πράξουμε;

kritiki_metaphysiki_a
Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψηΑπό τον όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του ΔιαφωτισμούΠαναγιώτης Κονδύλης
Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Τιμή € 18,00, σελ. 410





  

kritiki_metaphysiki_bΗ κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψηΑπό τον Χέγκελ και τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ και τον Βίττγκενσταϊν
Παναγιώτης Κονδύλης
Μετάφραση: Μιχάλης Παπανικολάου
Επιμέλεια σειράς: Θάνος Σαμαρτζής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012
Τιμή € 18,00, σελ. 317
 
 
 
 
 

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Ultima Thule- Songs of Wolfs


thulebooks.gr

Η συνωμοσία της Αγγλίας κατά της Ελλάδος 1935-1944



Η ιστορία των αγγλικών επεμβάσεων και απειλών είναι πολύ μεγάλη: Ιρλανδία 1801 και 1920, Δανία 1801 και 1807, Πορτογαλία 1830, Ισπανία 1835, Ελλάδα 1850, 1854-1857, 1917, Κύπρος 1878, 1955-1959, Νότιος Αφρική 1899, Ινδία 1919, Παλαιστίνη 1919, Ιράκ 1941, Περσία 1941 κ.α.

Στις 13 Απριλίου 1939, η αγγλική κυβέρνηση εγγυήθηκε μονομερώς την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ελλάδος, στην ουσία όμως ήταν η αρχή της εμπλοκής της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πριν από το 1939, το μόνο ουσιαστικό ενδιαφέρον που έδειξε η Αγγλία για την Ελλάδα ήταν η προσπάθεια να αποσπάσει όσο το δυνατόν υψηλότερο ποσοστό τόκων για τους ομολογιούχους της Γηραιάς Αλβιώνος.

Ωστόσο, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου παρέμεινε πιστό στις υποχρεώσεις του απέναντι στις απαιτήσεις του αγγλικού παράγοντα.

Τα άγνωστα ντοκουμέντα και παρασκήνια της βρετανικής επέμβασης στην Ελλάδα και οι δολοφονίες δύο πρωθυπουργών

Συγγραφέας Ιάκωβος Χονδροματίδης
Εκδόσεις Θούλη
Επιμέλεια Αθηνά Μάρκου
Έτος έκδοσης 2012
Σελίδες 190

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Τα μυστικά αρχεία του Κίσιντζερ - Τρίτομο


ΠΡΟΣΦΟΡΑ  10  ΕΥΡΩ

Τι προηγήθηκε του πραξικοπήματος: Τα σενάρια των ΗΠΑ για το πραξικόπημα: Η αποστολή του Σίσκο: Η εισβολή

  • Συγγραφέας: Ιγνατίου, Μιχάλης Βενιζέλος, Κώστας
  • Εκδότης: Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
  • Έτος Έκδοσης: 2011

Στον έβδομο όροφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η συζήτηση στο επιτελείο του υπουργού Εξωτερικών πήρε φωτιά. Στο ερώτημα τι θα γίνει με το Κυπριακό ο Χένρι Κίσιντζερ ρώτησε ευθέως και με σαφή εκνευρισμό στον τόνο της φωνής του: "Έχει μελετήσει κανείς σ' αυτό το κτίριο τι θα συμβεί εάν γίνει πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Συρίας το επόμενο καλοκαίρι και οι Ρώσοι επιχειρήσουν να παρέμβουν, πώς μπορούμε να δράσουμε επιχειρησιακά στην ανατολική Μεσόγειο χωρίς τους Τούρκους;"

Ο Αμερικανός υπουργός ξέσπασε και άρχισε να φωνάζει για τη στάση, τις ενστάσεις και τις ατέρμονες ανταλλαγές απόψεων των συνεργατών του. Είπε: "Σε τρία χρόνια, όταν οι Έλληνες θα έχουν κομουνιστική κυβέρνηση και οι Τούρκοι θα έχουν εκδιωχθεί από την Κύπρο και θα υπάρξει μια κομουνιστική στρατιωτική μονάδα εγκατεστημένη στο νησί, όλοι θα αρχίσουμε να ουρλιάζουμε ότι ο Κίσιντζερ θα έπρεπε να είχε πει κάτι εναντίον του Σαμψών και τότε όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί - ή κάτι άλλο βαθυστόχαστο που θα υποστηριχτεί στο όνομα της εξωτερική πολιτικής". Στα μυστικά αρχεία του Χένρι Κίσιντζερ, τα οποία με τόση επιμονή ο πρώην υπουργός Εξωτερικών ήθελε να κρατήσει στο σκοτάδι, κρύβεται η απόφαση για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Μια σειρά από έγγραφα, αλλά και μια αλυσίδα συζητήσεων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το επιβεβαιώνουν.

Ο Τόμας Μπόγιατ, διευθυντής του Γραφείου Κύπρου, αφηγείται: «Περίπου στις τρεις τα ξημερώματα της Δευτέρας 15 Ιουλίου δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από το Κέντρο Επιχειρήσεων του Υπουργείου Εξωτερικών. Πήγα λοιπόν στο Κέντρο Επιχειρήσεων και μου έβαλαν μπροστά μου δύο κομμάτια χαρτί. Στην αριστερή πλευρά ήταν η Ημερήσια Αναφορά της CIA, που έλεγε στο βασικό της θέμα: “Έχουμε λάβει διαβεβαιώσεις από το στρατηγό Ιωαννίδη ότι η Ελλάδα δε θα κινήσει τις δυνάμεις της στην Κύπρο εναντίον του Μακάριου“. Στη δεξιά πλευρά ήταν ένα τηλεγράφημα από τη Λευκωσία που περιέγραφε τις μάχες μεταξύ Κυπρίων πιστών στον Μακάριο και Κυπρίων και Ελλήνων που προσπαθούσαν να τον ανατρέψουν. “To Προεδρικό Μέγαρο“, έγραφε το τηλεγράφημα του πρέσβη, “έχει τυλιχτεί στις φλόγες και η κυπριακή δύναμη έχει αποδεκατιστεί. Δεν ξέρουμε πού βρίσκεται ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Υποθέτουμε ότι είναι νεκρός. Μια κυβέρνηση έχει εγκατασταθεί στην Κύπρο, και ο νέος ηγέτης είναι ο Νίκος Σαμψών“. Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου, εκείνη τη στιγμή της σκληρής αλήθειας, ο Μπόγιατ δε γνώριζε τι έπρεπε να κάνει: να πανηγυρίσει για τη δικαίωσή του ή να κλάψει για την τραγωδία που άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του...»